- παρακεντές
- ο1) батрак; 2) паразит, дармоед (тж. бран. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παρακεντές — ο 1. άτομο που εργάζεται ως εργάτης γης για λογαριασμό κτηματία εκτελώντας συνήθως έκτακτες και βοηθητικές εργασίες 2. συνεκδ. αυτός που ζει προσκολλημένος σε κάποιον, ο παράσιτος 3. (υβριστικά) άνθρωπος τιποτένιος, ανάξιος λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παρακεντέδικος — η, ο [παρακεντές] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρακεντέ … Dictionary of Greek
σελέμης — ο, θηλ. σελέμισσα, Ν άτομο που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο, παρακεντές, τρακαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. selem] … Dictionary of Greek
τζαμπατζής — και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν 1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και τό κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές 2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να … Dictionary of Greek
παράσιτο — το (ουσ.) 1. οργανισμός προσκολλημένος σε άλλον από τον οποίο ζει και τρέφεται: Η ψείρα, ο κοριός, ο εχινόκοκκος είναι παράσιτα. 2. μτφ., αυτός που με κολακείες κι άλλες εξευτελιστικές υπηρεσίες κατορθώνει να ζει σε βάρος άλλου, αλλιώς παρακεντές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)